Παιχνίδι Φωτός – Ένα Όνειρο

 

Στη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής ένα κονσέρτο με θέμα το ‘Central Park in the Dark’ έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου. Η ορχήστρα χωρισμένη στα δύο έπαιζε ταυτόχρονα δύο εντελώς διαφορετικά μουσικά κομμάτια.

Το ένα ήταν οι απόηχοι της νυχτερινής ζωής στην πόλη όπως ακούγονταν μέσα στο πάρκο: ο θόρυβος των αυτοκινήτων με τα κορναρίσματα και το απότομο φρενάρισμα στο δρόμο ενώνονταν με τις ομιλίες, τα γέλια των περαστικών και τους νυχτερινούς ήχους των πουλιών στα δένδρα του πάρκου.

Το άλλο ήταν ένα ελαφρύ μουσικό κομμάτι από το πρόγραμμα που ερμήνευε η ίδια η ορχήστρα του πάρκου.

Το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό. Η μουσική έπλεε μέσα στη μουσική, με το ένα  μουσικό κομμάτι να συνυπάρχει αρμονικά μέσα στ’ άλλο και τα δύο μαζί να προσφέρουν μια ολότελα νέα ακουστική εμπειρία στο κοινό. Η τέχνη και η πραγματικότητα είχαν στήσει τον καλύτερο χορό και η μουσική ‘ηύρε την καλή και τη  γλυκιά της ώρα’.

 

Χρόνια μετά όταν είδα το ζωγραφικό κόσμο του Νίκου Μιχαλιτσιάνου θυμήθηκα πάλι εκείνο το κονσέρτο στο Εδιμβούργο.

Εδώ ο ζωγραφικός χώρος σπάει στα δύο και οδηγεί τον παρατηρητή σε ένα ευφυές παιχνίδι ζωγραφικών επιπέδων όπου η ζωγραφική ζωγραφίζει τη ζωγραφική και ο ένας ζωγραφικός χώρος μπαίνει μέσα στον άλλο. Η εξπρεσιονιστική και η παραστατική ζωγραφική γραφή πλέουν παράλληλα δυναμώνοντας η μία την άλλη παρασύροντας τον παρατηρητή σ’ ένα συνεχές παιχνίδι με τη την ίδια τη ζωγραφική που αναδημιουργείται, αναδιπλώνεται και χάνεται μέσα στη ζωγραφική.

Υπάρχει ένα πολύ δυνατό στοιχείο στη ζωγραφική του Νίκου Μιχαλιτσιάνου. Το φως. Το φως ως από μηχανής θεός άλλοτε αποκαλύπτει και άλλοτε κρύβει τα δρώμενα επιτείνοντας την ατμόσφαιρα της θεατρικής σκηνής.

Ο ζωγράφος ξαναζωγραφίζει τη ζωγραφική και στήνοντας το σκηνικό του συχνά χρησιμοποιεί δύο εστίες φωτός με διαφορετικές ταχύτητες. Η μία διαχέεται επιταχύνοντας τη κίνηση και τη μουσικότητα στο χώρο και η άλλη πέφτει ως προβολέας στην ανθρώπινη μορφή για να καταγράψει τη στατική θεατρικότητα του ζωγραφικού στιγμιότυπου.

Το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό φως προορισμένο για το μοντέλο και το φανταστικό φως για το χώρο δένει γερά τη σύνθεση, ελευθερώνει τη δράση και αιχμαλωτίζει το βλέμμα. Παράλληλα η πνευματική ποιότητα του φωτός γεννάει  εξαίρετο χρώμα που απλόχερα χαρίζεται στον παρατηρητή.

Η μουσικότητα που έχει το φως του Νίκου Μιχαλιτσιάνου κρατάει όλη τη γνώση και το σεβασμό της ζωγραφικής παράδοσης. Είναι το καταλυτικό στοιχείο στο έργο του που τυλίγει αρμονικά στοιχεία φαινομενικά ετερόκλιτα και είναι το αποκαλυπτικό στοιχείο που ανατρέπει τη καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Στο έργο του Νίκου Μιχαλιτσιάνου ο κόσμος του ονείρου στέκεται ως αφετηρία. Είναι η πηγή έμπνευσης και πρόκλησης, ο χώρος αναζήτησης, επίπονης έρευνας και πειραματισμού.

 

Η μεταφορά της εύθραυστης φύσης του ονείρου στο ζωγραφικό χώρο κρύβει πάντα τον κίνδυνο της αλλοίωσης και της απώλειας. Γιατί για να διατηρήσει τ’ όνειρο την ταυτότητα του όταν έρχεται σ’επαφή με την πραγματικότητα απαιτείται μία τελετουργική προσέγγιση που δεν έχει καμμιά σχέση με την περιγραφή.

Στην πορεία της μεταφοράς του ονείρου στον καμβά, ο καλλιτέχνης, μέσα από τις δυσκολίες που συναντά, οδηγείται σ’ ένα νέο ζωγραφικό ταξίδι στην καρδιά του ασυνείδητου. Εκεί, ο χώρος του ονείρου διακρίνεται από την απόλυτη ελευθερία  στην έκφραση και την τόλμη με την οποία προσποιητά αντιγράφει την πραγματικότητα με σκοπό να τη παραπλανήσει και να τη διαστρεβλώσει.

Η ζωγραφική γραφή του Νίκου Μιχαλιτσιάνου βαθιά ενήμερη για τις παραπάνω εικαστικές δυσκολίες και παγίδες αρνείται να περιγράψει κάτι που ζει με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.

Όταν ο Νίκος Μιχαλιτσιάνος μας ταξιδεύει στον κόσμο του ονείρου τα συμβατά μέγεθη ακυρώνονται εφόσον οι αποστάσεις, οι διαστάσεις και ο χρόνος δεν υπόκεινται σε κανέναν νόμο. Τ’απρόβλεπτο κυριαρχεί γιατί όλα επιτρέπονται. Η οικεία τάξη των πραγμάτων καταστέλλεται και χλευάζεται. Ολα τα στοιχεία είναι δανεισμένα από την πραγματικότητα αλλά στην ονειρική αναδόμηση τους δημιουργούν νέους μακρόκοσμους που υπακούουν στους δικούς τους στιγμιαίους κανόνες.

Μ’ έντονη χειρονομία στη γραφή ο δημιουργός ζητά να μάθει από τ’ όνειρο, γίνεται ένα μ’αυτό και έτσι ζωγράφος και ασυνείδητο έρχονται εξπρεσιονιστικά μαζί πίσω στην πραγματικότητα έχοντας ταξιδέψει και βιώσει την ζωγραφική εμπειρία μαζί.

 

Τώρα στο ζωγραφικό καμβά δεν αποδίδεται πια η αφηγηματική αναπαράσταση ενός ονείρου, αλλά ο τόπος του και το δράμα του μέσα στην ανθρώπινη μνήμη και η απόσταση του από την πραγματικότητα. Η σύνθεση φτάνει στ’ όνειρο κατακερματίζοντας την πραγματικότητα, επεμβαίνοντας στα συμβατά μεγέθη του τοπίου, των μορφών και των αντικειμένων. Τ’όνειρο καταγράφεται επιγραμματικά στην πιο δυνατή στιγμή του όταν ο Νίκος Μιχαλιτσιάνος εγκλωβίζει όλο το βίωμα σ’ένα κρεσέντο-στιγμιότυπο. 

Σε μερικές συνθέσεις ο ζωγραφικός χώρος παύει να στέκεται πίσω από την ανθρώπινη μορφή και να παίζει το δεύτερο ρόλο. Ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης η αλήθεια του χώρου με μία ξαφνική επίδειξη δύναμης μπαίνει στο πρώτο πλάνο και περνώντας συμβολικά μπροστά από τον άνθρωπο τον αλλοιώνει και τον εξαφανίζει.

Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι είναι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χώρος του. Ένα μικρό κομμάτι του χώρου του που μ’αυτό ονειρεύεται, ταξιδεύει, ζει και πορεύεται, απ΄αυτό ορίζεται και αυτό αποζητά όταν το χάνει.

Ο χώρος ως μνήμη, ελευθερία και νόστος πλαισιώνει όλο το δράμα της ανθρώπινης θνητότητας στην πάλη με τη ζωή  και το θάνατο. Ο άνθρωπος αφήνεται στην κατάργηση του από τον χώρο και ο καλλιτέχνης ακολουθεί τα ίχνη του.

 

Χαριντίνα Καραϊνδρου-Fraser

Iστορικός Τέχνης

Εδιμβούργο