Μαθαίνοντας την αγάπη
ή
ο έρως ως αναζήτηση του υψηλού
Η πλατωνική Διοτίμα με τους φίλους της στο Συμπόσιο θα ονοματίσει κάποια στιγμή τον έρωτα με ένα όνομα ασυνήθιστο, κάτι που υπερβαίνει τα συνήθη συμβατά μέτρα του εδώ και τώρα τής ύπαρξης και θα του δώσει το όνομα «δαίμων». Αυτό το πέραν του κόσμου τούτου δαιμονικό όνομα, ο έρως, κυνηγάει τον Νίκο Μιχαλιτσιάνο ως σύλληψη (ιδέα) και ως υλοποίηση (ζωγραφική παράσταση) από τις απαρχές σχεδόν της καλλιτεχνικής του δράσης—τελευταίο υπέροχο δείγμα οι πίνακες που εντάχθηκαν στην αθηναϊκή έκθεση «Το βλέμμα της αθωότητας» (2003)—μέχρι τη σειρά των τριάντα τριών έργων (άλλος ένας υπαινιγμός του θεολογικού έρωτα). Στο βλέμμα της αθωότητας ο Μιχαλιτσιάνος, με αφορμή τις εικόνες που δημιουργούνται από τη μνήμη των παιδικών χρόνων, ζωγραφίζει μικρά παιδιά που πάντα προβάλλονται σε έναν τοίχο που φωτίζεται. Ο τοίχος αποτελεί σημείο αναφοράς, αλλά ταυτόχρονα και τη βάση μέσα από την οποία αναδεικνύεται η μικρή ανθρώπινη παρουσία. Το φως δημιουργούσε χρωματικά παιχνίδια ενώ στα έργα αυτά ανακαλύπτουμε μικρά, λευκά, άγραφα χαρτάκια, μηνύματα των παιδιών. Το βλέμμα σε αυτά τα έργα είναι αφοπλιστικό ή δείχνει να ενοχλείται, προκαλώντας έτσι το θεατή να συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι διαλόγου με τη μνήμη και επαναφοράς στην αθωότητα.
Ο καινούργιος τρόπος που διαλέγει ο Μιχαλιτσιάνος ώστε να μας μυήσει στον διάλογο γύρω από τον έρωτα ξεκινά από μια τριπλή παραδοχή: ο έρως/η αγάπη είναι κάτι απίστευτα υλικό και μπορεί να αναπαρασταθεί με το σώμα (το απαστράπτον ένδυμα της λευκοντυμένης κόρης), ο έρωτας είναι μια μεταφυσική υπόθεση αλλά μπορεί να εικονογραφηθεί με τα εργαλεία της ανθρώπινης επίνοιας (αντικείμενα, ψάρια, πεταλούδες) και τρίτον ο λόγος για τον έρωτα χρειάζεται τον μηχανισμό της γλώσσας, των λέξεων προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Όπως ακριβώς οι λέξεις των νεαρών ερωτευμένων λέγονται για να κατακυρώσουν την κατάκτηση του άλλου (απαιτώ να μού λες πως με αγαπάς) έτσι και ο ζωγραφικός λόγος του Μιχαλιτσιάνου με όχημα τις λέξεις-έννοιες επιθυμεί την κατάκτηση του θεατή και την σωματική, σχεδόν βίαιη, απαίτησή του, η κατάκτηση αυτή να τεθεί εν λειτουργία με τα σύμβολα που επέλεξε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Σύμβολα φαινομενικά παράταιρα, ανόμοια, υπερβολικά, άλλοτε παρμένα από τον φυσικό κόσμο (πεταλούδες, λέοντες) άλλοτε κοινόχρηστα συμβολικά αντικείμενα του καθημερινού βίου (δολώματα, αγκίστρια, ημερολόγια, καρδούλες) τα οποία χειρίζονται με λεπτή ευαισθησία πτυχές του ερωτικού φαινομένου από τις αρχές του κόσμου μέχρι τον πρόσφατο βιομηχανικό πολιτισμό (ελικόπτερα, τραίνα). Ποιος είναι ο λόγος αυτής της εικαστικής παράθεσης λέξεων/σημάτων και αντικειμένων; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν να υποστηρίξουμε πως ο Μιχαλιτσιάνος διερευνά το ζήτημα του έρωτα και της σεξουαλικότητας ξεκινώντας ab ovo, από τη δημιουργία του κόσμου (το λευκό, άγραφο χαρτί) και καταλήγοντας—ύστερα από τις περιπέτειες των αντικειμένων που υποδηλώνουν την κοινωνικοποίηση του ερώντος—στην ώριμη, ολοκληρωμένη ερωτική μορφή της λαμπρής, ελυτικής εμπνεύσεως, κορασίδα. Και αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε υπερβολή. «Ο ερωτικός λόγος» γράφει ο Jean-Luc Marion «προκαλεί την υπερβολή και δεν θέλει να πει άλλο τίποτα εκτός από αυτή την υπερβολή-ότι δηλαδή κάθε ολοκλήρωση πρέπει να γίνει μια καινούργια αρχή».
Στην πρώτη ενότητα όλα ξεκινούν από το τακτοποιημένο χάος του λευκού, του μη ρηθέντος, του ανείπωτου. Η κοσμολογία αυτή περιλαμβάνει αντί παράστασης τις λέξεις που προσδιορίζουν το νόημα αυτής της κοσμολογίας: sun, night, man, girl, love, pillow, bed, big, tip. Πρόκειται για λέξεις αρχέγονες, βιβλικές, τρυφερά ερωτικές αλλά και με σαφή ειρωνική χροιά: για παράδειγμα ο ήλιος και η νύχτα, έκπαλαι ερωτικές θεότητες, συναντώνται με το κοινότοπο κρεβάτι ή με το αντισυλληπτικό χάπι (φαντάζομαι την έκδηλη αντιπάθεια των συντηρητικών κάθε φονταμενταλισμού για την υπερρεαλιστική αυτή συνύπαρξη).
Στη δεύτερη ενότητα που τιτλοφορείται «Ψυχές» μπαίνουμε στον παράδεισο της πεταλούδας. Στην ενότητα που αποτελείται από εννέα έργα (Flaps, joy, most, Pane, fall, spring, fond, Butter, island) εικονίζονται τα γνωστά λευκά χαρτιά και πάνω τους πεταλούδες σε ποικίλες στάσεις και χρωματικές παραλλαγές. Γιατί ψυχές, δηλαδή πεταλούδες; Στην μεγάλη παράδοση της λέξης ψυχή, από την αρχαιοελληνική φιλοσοφική απορία μέχρι τις ανατολικές θρησκείες και τον μυστικισμό ο όρος συνδέθηκε με την αναζήτηση του εαυτού, με την τις τύχες της προσωπικότητάς μας. Η ψυχή μπορεί να υπάρχει και μετά τον θάνατο, μπορεί να μεταβεί σε μια άλλη κατάσταση, συνοδεύει τον άνθρωπο στον κάτω κόσμο, χρειάζεται φροντίδα και στοργή για να μην βασανίζεται, η ψυχή βρίσκεται παντού, στα ζώα, στα φυτά, στον άνθρωπο, ακόμα και στις πέτρες. Ο Ηράκλειτος τη θεωρούσε λεπτή και αιθέρια ενώ ο Εμπεδοκλής θεωρούσε ότι η ψυχή του σε προηγούμενες ζωές βρέθηκε σε θάμνο, σε πουλί και σε ψάρι. Οι ψυχές/πεταλούδες του Μιχαλιτσιάνου μοιάζουν να υιοθετούν μέρος αυτής της παράδοσης: οι πεταλούδες/παιδίσκες πετώντας πάνω από νησιά φαίνεται να απολαμβάνουν το μακρύ ταξίδι, κάποιες φορές έχουν τεταμένες τις κεραίες επιθυμώντας να προσεδαφιστούν στη χαρά ή στην πτώση, στο καλό ή το κακό. Υπερβολικές κάποιες στιγμές, φτερουγίζουν αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά τους, συνομιλούν με το αδιαμόρφωτο λευκό, παριστάνουν τον αθώο, αγαπούν τη μουσική, είναι κακομαθημένες, λατρεύουν τη λεία επιφάνεια του γάλακτος, την ομορφιά. Είναι αφελείς και εύπιστες, ωστόσο μπορούν να γίνουν και στοργικές αγκαλιάζοντας τον άλλο και έτσι αγαπώντας ασκούνται στον έρωτα. Δεν είναι μόνον η έξυπνη χρήση αυτού του πολύσημου συμβόλου που συγκινεί σε αυτήν την ενότητα, είναι και η λιτή μεταφορά, οι απλές εικόνες, η καθαρή εικαστική γλώσσα.
Στην τρίτη ενότητα δώδεκα έργα (hung up, traction, hanger, stimulation, commonality, lay, passion, submit, memper, cockshy, holdall, close) στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «καταστάσεις». Πρόκειται για καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζει ή οφείλει να αντιμετωπίσει το ερωτικό υποκείμενο κατά τη διαδικασία του ερωτικώς πράττειν. Για να δοκιμάσεις τον έρωτα, τον πόνο της αγάπης, πρέπει να βασανιστείς, πρέπει να περάσεις από μια σειρά παγίδες, μικρούς άθλους και δοκιμασίες—ο όρος δοκιμασία χρησιμοποιείται από τους δομιστές θεωρητικούς ερευνητές του παραμυθιού και της κειμενολογίας ως απαράβατη τεχνική κατασκευής κάθε περιπετειώδους ιστορίας. Τέτοιες καταστάσεις, φαίνεται να μας λέει ο Μιχαλιτσιάνος, συνδέονται καταρχήν με το αγκίστρι, το ψάρεμα (βεβαίως και το ερωτικό δόλωμα). Πρέπει δηλαδή να ξέρεις ποιον να δολώσεις ή πρέπει να αποδεχθείς και εσύ να γίνεις το δόλωμα έτσι ώστε να παιχτεί το παιχνίδι της αγάπης. Ο αληθινός έρωτας στη συνέχεια χρειάζεται τον επιβήτορα, ένα λιοντάρι φερ’ ειπείν (το κατεξοχήν αρσενικό), ένα ελικόπτερο (μοντέρνο σύμβολο της έλξης, της αρπαγής αλλά και δηλωτικό του κοσμοπολίτικου status), ένα ζευγάρι κόκκινα γυναικεία παπούτσια. Χρειάζεσαι δηλαδή στον έρωτα και πάθος, γοητεία, ίσως και κάποια δόση κοκεταρίας (τα κόκκινα παπούτσια συνιστούν επιπλέον και ένα διακείμενο, μικρή ανάμνηση από τον αχανή κατάλογο της εικαστικής κοινότητας των ερωτευμένων με την τέχνη τους ζωγράφων με τους οποίους ο καλλιτέχνης μοιράζεται την αγάπη για την απεικόνιση τού γυναικείου θέματος).
Ο έρωτας όμως μπορεί και να αστοχήσει, μπορεί και να πέσει στις γραμμές του τραίνου (ο εκτροχιασμός, η τρέλα, η εκτροπή του μυαλού μας από τα παραδεδομένα είναι μικρή απόδειξη ότι τουλάχιστον αγάπησες, όπως μας δίδαξε η τολστοϊκή γραφή). Ταυτόχρονα, ο έρωτας (μάρτυς μου ο σουγιάς) μπορεί και να οδηγήσει στη βία, στο φόνο από ζήλια όπως περίτρανα αποδεικνύει η λαϊκή λογοτεχνία από την εποχή του Σαίξπηρ, ολόκληρη η αστυνομική φιλολογία και το φιλμ νουάρ στον εικοστό αιώνα. Βεβαίως κατάσταση συνιστά προκειμένου να ενηλικιωθείς ερωτικά και ο ρόλος του πετεινού, οι αντροπαρέες, η αγάπη για το σώμα του έρωτα, ο σπαραγμός της στύσης. Αν στον κόσμο του έρωτα το ταξιδεύειν (ο ταξιδιωτικός σάκος) σηματοδοτεί την γνώση, τη γνωριμία με άλλους τόπους, τότε βάσιμα μπορούμε να υπερασπιστούμε την οπτική του Μιχαλιτσιάνου που μας δείχνει πως και το ερωτικώς πράττειν προϋποθέτει το ταξίδι, τον πλάνητα βίο, την αλητεία, την πέραν του ιδιωτικού εαυτού αναζήτηση του άλλου, του ξένου. Στη μυθολογία του ψαριού, τέλος, κρύβεται τόσο η χριστιανική παράδοση όσο και ο πλούτος και η ερωτική ευρωστία. Η περιπλάνηση στις καταστάσεις του έρωτα φαίνεται να έχει ένα τέλος: η περιπέτεια της μαθητείας κλείνει (προσωρινά;) με το ανοιχτό ημερολόγιο της νεότητας. Στη λευκή επιφάνεια διακρίνεται μια καρδιά, το ερωτευμένο άτομο φαίνεται να κείται επί εδάφους αγάπης, το κοινότοπο σύμβολο μας υπενθυμίζει ακόμη μια φορά το μεράκι του έρωτα.
Η τέταρτη ενότητα αποτελείται από έναν και μοναδικό πίνακα. Ο καλλιτέχνης από την εννοιολογική τέχνη επιστρέφει στα οικεία και καθημερινά σύμβολα. Το κορίτσι που εικονίζεται σε φυσικό μέγεθος είναι δεν είναι δεκάξι χρόνων. Απέριττα ντυμένο συνιστά την επιτομή της εφηβείας: κυριαρχεί η λιτότητα, ένα λινό ρούχο λευκό, με μαεστρία φτιαγμένο από τον ζωγράφο, ένα βραχιόλι. Το λευκό ρούχο μνημειώνει τόσο την αθωότητα, την παρθενία όσο και την ουσία του κόσμου, την άσπιλη αναζήτηση της αλήθειας (ή της πίστης, αδιάφορο). Στέκεται με γυμνά πόδια πάνω στα σανίδια του πατώματος, διακρίνουμε τη μυρωδιά του ξύλου, βλέπουμε τις ψυχές των πεταλούδων, τα σώματα διά μέσου τον οποίων η φωτόχυστη μικρά εννοημάτωσε την ύπαρξή της. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τον τόπο της μεθυστικής ύπαρξης. Ίσως να βρίσκεται μέσα σ’ ένα σπίτι παλιό, ενδιαίτημα πλατύχωρο, ιερή κληρονομία σεβάσμιων παππούδων, ίσως ενδεχομένως να είμαστε στο ατελιέ του καλλιτέχνη, στον τόπο εκκόλαψης νέων δυνατών κόσμων. Το κορίτσι εισέρχεται πια στη μοναξιά του έρωτα. Πατά στέρεα στον κλειστό χώρο του δωματίου, με τα μάτια κάπου ψηλά, στις πεταλούδες της αγάπης, στις ψυχές που την περιτριγυρίζουν όπως ακριβώς οι χαμένοι έρωτες και η αναζήτηση του παραδείσου. Η σκίαση του μισού προσώπου υπενθυμίζει την απόσταση που η αγαπητική αναζήτηση έχει ακόμα να διανύσει, το έρεβος της εφηβείας, φόβοι και άγχη είναι ακόμη παρόντα μέχρι που σε λίγο καιρό να τα δαμάσει όλα το φως, το πέρασμα δηλαδή στον κόσμο των ενηλίκων.
Ο Νίκος Μιχαλιτσιάνος μάς έδωσε με την τελευταία δουλειά του μια περίληψη του έρωτα για προχωρημένους. Έδωσε σε όλους εμάς τους υποκριτές όμοιούς του ένα δώρο σαν κι αυτά που κάνουν οι ερωτευμένοι, ένα δώρο σπάνιο και δυνατό, ικανό να διαρκέσει ακόμα και πέρα από το παρόν του έρωτα. Μας έδειξε με χρώμα, λέξεις και φως τον δύσκολο δρόμο προς την ερωτική ενηλικίωση αξιοποιώντας τις τεχνικές πολλών σχολών. Με απλά εκφραστικά και συμβολικά μέσα τόνισε τις διαδρομές της καρδιάς. Ανήκει σε μια γενιά ταλαντούχων ζωγράφων της γενιάς του 1980 ενώ από τους κλασικούς δασκάλους ο ίδιος θα υποστήριζε πως βρίσκεται πιο κοντά στoν αναιδή Courbet παρά στον βαρύ Rembrandt.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ